Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

"Το Πολυτεχνείο και η κρίση της επαναστατικής Αριστεράς" - Εισήγηση 1η


*Η πρώτη από τις τρεις εισηγήσεις που έγιναν από μέλη μας στο πλαίσιο της εκδήλωσης "Το Πολυτεχνείο και η κρίση της επαναστατικής Αριστεράς", που διοργανώθηκε από το Αρ.Δι.Ν. Θεσσαλονίκης στις 15/11.


"Προκειμένου να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα για την εξέγερση του Νοέμβρη και το ρόλο που έπαιξαν οι δυνάμεις της Αριστεράς σε αυτήν, οφείλουμε πρώτα να αναφερθούμε στην περίοδο που οι συγκεκριμένοι πολιτικοί σχηματισμοί –ΚΚΕ, ΚΚΕς, μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα – ΟΜΛΕ) συγκροτήθηκαν ή μετασχηματίστηκαν κατά έναν ορισμένο τρόπο και με ορισμένη αντίληψη που οδήγησε στην υιοθέτηση της μίας ή της άλλης στάσης απέναντι στα γεγονότα του Νοέμβρη.
Προκειμένου να εντοπίσουμε τις βασικές τάσεις που καθόρισαν την ιδεολογία και την  πολιτική πρακτική των ως άνω σχηματισμών θα πρέπει να στρέψουμε πρώτα τη ματιά μας σε εξελίξεις – διαφοροποιήσεις –γεγονότα που έλαβαν χώρα στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα (αλλά και στον καπιταλιστικό κόσμο) από το Β’ΠΠ κι έπειτα.

Αποσταλινοποίηση και ρεβιζιονισμός
- Το τέλος του Β’ ΠΠ βρίσκει το κομμουνιστικό κίνημα σε καλύτερες θέσεις. Η νίκη της ΕΣΣΔ, η ύψωση της κόκκινης σημαίας στο Βερολίνο και οι νίκες που πέτυχαν τα αντιφασιστικά λαϊκά μέτωπα (πυρήνα των οποίων αποτέλεσαν τα ΚΚ) ενάντια στον Άξονα οδηγούν το κομμουνιστικό κίνημα σε μεγάλη ανάπτυξη. Πέρα από την απήχηση στις λαϊκές μάζες, σε ένα σύνολο χωρών οι κομμουνιστές αναλαμβάνουν την εξουσία και συγκροτείται το λεγόμενο Ανατολικό μπλόκ.

Ωστόσο, δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε πως η ΕΣΣΔ, που παίζει ρόλο «ναυαρχίδας» τόσο στον πόλεμο όσο και στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος, βγαίνει από τον Β’ΠΠ αρκετά πληγωμένη: έχει πληρώσει το μεγαλύτερο φόρο αίματος (με τους νεκρούς να υπολογίζονται σε 20 εκ.), έχει υποστεί μεγάλα πλήγματα στον παραγωγικό-οικονομικό τομέα, ενώ απειλείται ανοιχτά από τις ΗΠΑ, που με την ρίψη των 2 ατομικών βομβών ενώ ο πόλεμος είχε ουσιαστικά τελειώσει, στέλνουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα πως δεν θα δεχτούν περαιτέρω αμφισβήτηση της εξουσίας τους ως υπερδύναμης.

Η ΕΣΣΔ υπό τον Στάλιν οδηγείται σε μια σειρά από συναντήσεις με τους συμμάχους με στόχο τη συνεννόηση για τα ζητήματα που γεννά η επόμενη μέρα.

- Ο θάνατος του Στάλιν το ’53 και η περίοδος μέχρι την ανάδειξη του τον Ν. Χρουστσώφ στη θέση του αποτελεί σημείο καμπής και αναφοράς για το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα καθώς ταυτίζεται με αυτό που αποκαλούμε «ρεβιζιονιστική στροφή». Ρεβιζιονισμός σημαίνει αναθεωρητισμός, ότι υπάρχουν κάποιες αρχές και αυτές οι αρχές αναθεωρούνται:  συγκεκριμένα σήμανε ιστορικά την άρνηση της ταξικής πάλης και της ανάγκης προώθησής της. Αποτελεί μια «δεξιά» αντίληψη εντός του κομμουνιστικού κινήματος, η επικράτηση της οποίας (όχι άνευ αντιστάσεων) οδήγησε στην ουσιαστική διάλυση του κομμουνιστικού κινήματος και τελικά και στην τυπική του κατάρρευση -παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ και στις χώρες του ανατολικού μπλοκ
Στην παρούσα τοποθέτηση θα ασχοληθούμε κυρίως με τις πρώτες φάσεις ανάδειξης και κυριαρχίας του ρεβιζιονισμού με στόχο να αντιληφθούμε την επίδραση που άσκησε στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα και τις εξελίξεις που δρομολόγησε εντός του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Οι εξελίξεις αυτές σχετίζονται άμεσα με τον τρόπο που διαμορφώθηκαν οι τρεις βασικοί «πυλώνες» της Αριστεράς που έπαιξε ρόλο στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και αιτιολογούν σε μεγάλο βαθμό τη στάση που κράτησε καθένας εξ αυτών απέναντι στα γεγονότα: μιλάμε για το ΚΚΕ, το ΚΚΕ-Εσωτερικού και το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα (ΟΜΛΕ).

Στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), ο Χρουστσόφ διακηρύσσει την «επίθεση στην προσωπολατρία» και την «αποσταλινοποίηση». Έχουν προηγηθεί σημαντικές εκκαθαρίσεις στο εσωτερικό του κόμματος και αντίστοιχου χαρακτήρα επεμβάσεις στα ξένα ΚΚ (και στο ΚΚΕ, για το οποίο γίνεται λόγος παρακάτω). Η «ρεβιζιονιστική στροφή» δεν ήρθε φυσικά εν μία νυκτί και δεν είχε να κάνει με το ένα ή το άλλο πρόσωπο. Αντίθετα, είχε ιδεολογικά ερείσματα στην προηγούμενη κατάσταση και ορισμένο υλικό υπόστρωμα. Ειδικότερα, ήδη από την σταλινική περίοδο έχει υιοθετηθεί η θέση ότι «οι τάξεις είχαν εξαφανιστεί και δεν υπάρχουν πλέον ταξικές αντιθέσεις στην ΕΣΣΔ». Θεωρούνταν ότι απελή για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση μπορεί να προκύψει μόνο από εξωτερική επίθεση ή από συνδυασμένη δράση εξωτερικών δυνάμεων και πρακτόρων στο εσωτερικό. Η θέση αυτή παρέβλεπε το ρόλο που μπορούν να παίξουν για την παλινόρθωση τα υπολείμματα της αστικής τάξης στο εσωτερικό και η τάξη των γραφειοκρατών του κόμματος, που στη χρουστοφική περίοδο αναπτύχθηκε ιδιαίτερα και αυτονομήθηκε πλήρως από τις λαϊκές μάζες. Ακόμη, οι «έκτακτες συνθήκες» της σταλινικής περιόδου, κατά την οποία υπήρξε γενική προετοιμασία για το μεγάλο πόλεμο που θα ακολουθούσε, οδήγησαν στην ανάπτυξη μιας ορισμένης κρατικιστικής αντίληψης. Ο κρατικισμός σαν μέθοδος επίλυσης ζητημάτων από τα πάνω και χωρίς τη συμμετοχή των μαζών ευνόησε την εμφάνιση και ενδυνάμωση των ρεβιζιονιστικών τάσεων. Η αντίληψη για το «αλάθητο» του κόμματος και η έλλειψη συζήτησης σε ορισμένα ζητήματα συνέβαλε στην ίδια κατεύθυνση.

Η «αποσταλινοποίηση» δεν σήμαινε όμως την ρήξη με τις όποιες προβληματικές της προηγούμενης περιόδου, τη διόρθωση και το ποιοτικό ανέβασμα με βάση τις νέες συνθήκες. Αντίθετα, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο ρεβιζιονισμός «άφησε τα ξερά, κι έκαψε τα χλωρά». Τα βασικά χαρακτηριστικά του ρεβιζιονισμού μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:

1.       Αναθεωρείται η σχέση ιμπεριαλισμού-σοσιαλισμού: Η μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη (μαζική παραγωγή, ανάπτυξη κατανωλικών προτύπων ζωής, κράτος πρόνοιας, νέα κοινωνικά συμβόλαια) «θαμπώνει» τους ρεβιζιονιστές. Υιοθετείται η αντίληψη πως ο σοσιαλισμός έχει «εγγενείς αδυναμίες» που θα θεραπευτούν με «δανεισμό» στοιχείων και πρακτικών του καπιταλισμού. Έτσι, στην οικονομία εισάγονται φιλελεύθερα στοιχεία με τον κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας να εξασθενεί, παραγωγικές μονάδες αυτονομούνται και λειτουργούν πλέον με κριτήρια «ανταποδοτικότητας» και κέρδους. Οι διευθυντές τους μπορούν να απολύουν και να προσλαμβάνουν, να μεγενθύνουν τις απολαβές τους κ.ά. Αγροτικοί συνεταιρισμοί διαλύονται και αντικαθίστανται από ιδιωτικές γεωργικές επιχειρήσεις (σε λίγα χρόνια η ΕΣΣΔ θα εισάγει σιτηρά). Ακολουθεί το «άνοιγμα» στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και ο δανεισμός από δυτικές τράπεζες (έτσι, ενώ η κρίση του 29 άφησε αλώβητη την ΕΣΣΔ, η κρίση του 70 την επηρέασε βαθιά). Σημαντικότατο στοιχείο: η τακτική κίνηση συνεννόησης με τον ιμπεριαλισμό (στο πλαίσιο της τότε αντιχιτλερικής συμμαχίας) βλ Γιάλτα, μετατρέπεται υπό τον Χρουστσόφ σε στρατηγική: Διακηρύσσεται η «ειρηνική συνύπαρξη» με τον ιμπεριαλισμό και η μεταφορά του ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ σε οικονομικό και τεχνολογικό επίπεδο. Στο βωμό ακριβώς της ειρηνικής συνύπαρξης η ΕΣΣΔ θα λειτουργήσει πυροσβεστικά στις επιμέρους εστίες επαναστατικής έντασης καιστις θύελλες που θα ξεσπάσουν ιδίως τη δεκαετία του 1960. Τα ζητήματα μπορούσαν να διευθετηθούν από τις δύο υπερδυνάμεις, στόχος των οποίων ήταν η διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας τους απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο και ο συναγωνισμός τους για την αύξηση των σφαιρών επιρροής τους. Η στάση αυτή της ΕΣΣΔ βάθυνε τη μπερζνιεφική περίοδο (μετά το 1964) οπότε και χαρακτηρίζεται ως σοσιαλιμπεριαλιστική δύναμη, καθότι παρενέβαινε ανοιχτά ακόμα και με στρατιωτικά μέσα για να υπερασπίσει τις δικές της «ζώνες επιρροής» ή για να κατακτήσει θέσεις που την ευνοούσαν στον οικονομικό ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ.  Χαρακτηριστικό υπήρξε και το δόγμα της «περιορισμένης κυριαρχίας» σύμφωνα με το οποίο η ΕΣΣΔ μπορούσε να παρεμβαίνει σε άλλα κράτη του ανατολικού μπλοκ όταν νόμιζε ότι διακυβεύονται συμφέροντα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου (Τσεχοσλοβακία, 1968).

2.       Ο κρατισμός: Η αντίληψη ότι στο σοσιαλισμό δεν υπάρχει ταξική πάλη οδηγεί σε αδιαφορία για τις μάζες. Το ζήτημα του «περάσματος στον κομμουνισμό» αφορά αποκλειστικά το κράτος και το κόμμα. Ουσιαστικά καταλύεται η δικτατορία του προλεταριάτου και επιβάλλεται μια δικτατορία γραφειοκρατών, αυτονομημένων από τις μάζες. Φαινόμενα διαφθοράς αναπτύσσονται όλο και περισσότερο όσο πλησιάζουμε στον ’89, οπότε ολοκληρώνεται και τυπικά η καπιταλιστική παλινόρθωση. Παράλληλα στη διεθνή σκακιέρα η ΕΣΣΔ παύει να υπηρετεί τα διεθνιστικά συμφέροντα των λαών και της ταξικής πάλης και λειτουργεί με βάση τα δικά της ειδικά κρατικά συμφέροντα.

3.       Ο παραγωγικισμός, η παραγωγή για την παραγωγή: Η ανάπτυξη και τελειοποίηση της σοσιαλιστικής παραγωγής επί Στάλιν υπηρετεί τον διακηρυγμένο σκοπό της «εξασφάλισης της ανώτατης ικανοποίησης των διαρκώς αναπτυσσόμενων υλικών και εκπολιστικών αναγκών ολόκληρης της κοινωνίας». Ο ρεβιζιονισμός, έχοντας αποδεχθεί ήδη την «ανωτερώτητα» του καπιταλισμού σαν οικονομικού συστήματος, ξεχνά αυτό το σκοπό. Η αύξηση της παραγωγής γίνεται αυτοσκοπός. Οι μεταρρυθμίσεις ευθυγραμμίζουν την οικονομία και την παραγωγή προς το κέρδος και όχι προς την ικανοποίηση των αναγκών. Ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής και το κατανωλικό πρότυπο αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού των ρεβιζιονιστών.

4.       Υπερεπαναστική φρασεολογία καλύπτει μια δεξιά πολιτική: Ο ρεβιζιονισμός επικαλείται την επιστροφή στο «γνήσιο λενινισμό». Μάλιστα, επί Μπρέζνιεφ υιοθετείται εκ νέου αντιιμπεριαλιστική φρασεολογία. Ωστόσο, δεν μιλάμε πια για αντιπαράθεση «δυο κόσμων». Η στροφή της οικονομίας διατηρείται πλήρως και ο δανεισμός (μεταφορικά και κυριολεκτικά) από τη Δύση αυξάνεται. Η στροφή του Μπρέζνιεφ στον «αντι-ιμπεριαλισμό» θα πρέπει να συνδεθεί μάλλον με την προσπάθεια διείσδυσης και ελέγχου κινημάτων που αναπτύσσονται αυτήν την περίοδο ανά τον πλανήτη παρά με κάποιον «πόλεμο» κατά του ιμπεριαλισμού.

Η αντιρεβιζιονιστική πάλη
Η στροφή του ’56 δεν έγινε χωρίς αντιστάσεις. Στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ εξαπολύθηκε προγκρόμ κατά των αντιρεβιζιονιστών. Το 1957 με τη βοήθεια των τανκς του στρατάρχη της νίκης Ζούκωφ αποπέμπεται η «αντι-κομματική ομάδα», μέλη της παλιάς φρουράς που πήγαιναν κόντρα στις εξαλοσσύνες του Χρουστσόφ (βλ. Μολότοφ, Καγκάνοβιτς κλπ).
Σε διεθνές επίπεδο, η γραμμή της αντιρεβιζιονιστικής πάλης εκφράστηκε κυρίαρχα από το ΚΚ Κίνας υπό τον Μάο Τσετούνγκ και από το Κόμμα Εργασίας της Αλβανίας του Χότζα, με σημείο καμπής τη ρήξη τους με το ΚΚΣΕ και την ΕΣΣΔ τις αρχές της δεκαετίας του 1960.

Στην Ελλάδα, η βάση του κόμματος διαπνέεται συντριπτικά από αντιρεβιζιονιστικές αντιλήψεις, και ο καθαιρεθείς από τους ρεβιζιονιστές γενικός γραμματέας Νίκος Ζαχαριάδης γίνεται σημείο αναφοράς της αντιρεβιζιονιστικής πάλης. Ουσιαστικά έχουμε μια μαζική εξέγερση κομμουνιστών κατά του ρεβιζιονισμού, που θα καταπνιγεί με πολλή προσπάθεια και με ποικίλα μέσα (χαρακτηριστικά, πογκρόμ και διαγραφή 7000 κομμουνιστών – πολιτικών προσφύγων στην Τασκένδη). Σημείο καμπής αποτελεί η 6η πλατιά Ολομέλεια του ΚΚΕ που συγκαλείται το Μάρτιο του ’56 στη Ρουμανία από την Διεθνή Επιτροπή Κομμάτων (ΚΚ Βουλγαρίας, Ουγγαρίας, Πολωνίας, Ρουμανίας, Σοβιετικής Ενωσης και Τσεχοσλοβακίας) κι όχι από κάποιο κομματικό όργανο. Η ρεβιζιονιστική στροφή στην Ελλάδα περνά μέσα από την διάλυση των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ, οι οποίες θα επανασυσταθούν επί Χούντας, με άλλα όμως χαρακτηριστικά και με κατοχυρωμένο τον ρεβιζιονιστικό χαρακτήρα. Δίνεται έμφαση στη νόμιμη δουλειά, στο πλαίσιο της ΕΔΑ. Ουσιαστικά επιχειρείται η σταδιακή ένταξη του ΚΚΕ στο μπλοκ των αστικών πολιτικών δυνάμεων, στο οποίο θα μετέχει ως «παρίας», με όρους ακολουθητισμού προς και ετεροκαθορισμού από τις κεντρώες δυνάμεις (ΕΚ). Ζητούμενο είναι η αποφυγή οποιασδήποτε ενέργειας μπορούσε να διαταράξει την «ειρηνική συνύπαρξη» και να αμφισβητήσει τον προσανατολισμό της Ελλάδας στο διεθνές επίπεδο, ως μιας χώρας εξαρτημένης από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Όλα αυτά σε μία χώρα όπου το αντιαμερικανικό-αντιιμπεριαλιστικό αίσθημα του λαού (υιοθετημένο από την περίοδο του εμφυλίου) ενισχυόταν λόγω των εξελίξεων στο κυπριακό ζήτημα κατά τη δεκαετία του ’60. Σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται διεθνώς από τη θύελλα των κινημάτων (εθνικοαπελευθερωτικά, γαλλικός Μάης κ.ά) η ρεβιζιονιστική στροφή του ΚΚΕ επιδιώκει την διασφάλιση μιας ορισμένης «σταθερότητας» και την εκτροπή της λαϊκής αγανάκτησης σε ασφαλή για την ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων κανάλια (δημοκρατικά αιτήματα, πολιτειακό ζήτημα κ.ά).

Το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα στην Ελλάδα αναπτύχθηκε στη βάση της αντιπαράθεσης με την παραπάνω γραμμή. Στο επίκεντρο της κριτικής του βρίσκεται η ενσωμάτωση της Αριστεράς στο αστικό πολιτικό μπλοκ και η εξάρτηση από διεθνή ρεβεζιονιστικά κέντρα. Το 1964 συγκροτείται η Οργάνωση Μαρξιστών Λενινιστών Ελλάδος, πολιτική κίνηση υποστηρικτών της αντιρεβιζιονιστικής πάλης που αποχώρησαν από το ΚΚΕ. Εμπνευσμένη από το διεθνές βάρος της ρήξης του ΚΚΚ και του ΚΕΑ με το ΚΚΣΕ και τροφοδοτούμενη από τους κομμουνιστές εκείνους που αρνήθηκαν τη διάλυση και τη «μονοκοντηλιά» διαγραφή των αγώνων του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, μπόρεσε να παίξει σημαντικό ρόλο στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, όπως θα δούμε παρακάτω.


Η διάσπαση του ΄68 – Ο πολυκεντρισμός
Τα τέλη της δεκαετίας του ’60 βρίσκουν το ρεβιζιονισμό διασπασμένο. Η σοσιαλ-ιμπεριαλιστική στροφή της ΕΣΣΔ, ιδιαίτερα όπως εκφράστηκε μέσα από τις στρατιωτικές επεμβάσεις στην Ουγγαρία το ’56 και την Τσεχοσλοβακία το ’68, οδηγούν ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης (Ιταλίας, Γαλλίας) ή τμήματά τους στην αμφισβήτηση της πρόσδεσής τους στο ΚΚΣΕ και την ΕΣΣΔ ως «κέντρο» του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Αναπτύσσεται στα κομμάτια αυτά η λογική του «πολυκεντρισμού» και η θεωρία του ευρωκομμουνισμού. Ο πολυκεντρισμός δεν αποτελεί ρήξη με το ρεβιζιονισμό, καθώς δεν αμφισβητεί ουσιαστικά την εγκατάλειψη της ταξικής πάλης. Αντίθετα, μπορεί να θεωρηθεί ως ο πιο «δεξιός» ρεβιζιονισμός, μιας και εγκαταλείπει ακόμη και σε επίπεδο φρασεολογίας τα επαναστατικά συνθήματα και προβάλλει ως πρόταγμα τον «κοινοβουλευτικό δρόμο προς το σοσιαλισμό», τον «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Ο ρεβιζιονισμός αυτού του τύπου, θαμπωμένος από το μοντέλο ανάπτυξης των δυτικοευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών, με τους λειτουργικοφανείς δημοκρατικούς θεσμούς, τα «συστήματα πρόνοιας», τα «ανθρώπινα δικαιώματα» θα συστρατευθεί ουσιαστικά με τη σοσιαλδημοκρατία και θα στηρίξει ιστορικά την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση».            

Στην Ελλάδα, η επιβολή της δικτατορίας επέτεινε την κρίση στο εσωτερικό του ρεβιζιονιστικού στρατοπέδου, με αποτέλεσμα την διάσπαση του 1968 σε ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού, με αφορμή τα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας. Η διάσπαση πήρε το χαρακτήρα της σύγκρουσης των στελεχών που βρίσκονταν στο εσωτερικό (το κόμμα των οποίων έλαβε γι’ αυτό το όνομα ΚΚΕ Εσωτερικού) και εκείνα που βρίσκονταν στο εξωτερικό, στο Βουκουρέστι όπου έδρευε η ΚΕ του ΚΚΕ λόγω της κήρυξής τους ως παράνομου στην Ελλάδα ήδη απ το 1946.

Τα όσα περιγράφησαν παραπάνω καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό και αιτιολογούν τις πολιτικές γραμμές που εκφράστηκαν και αντιπαρατέθηκαν την περίοδο της δικτατορίας και στα γεγονότα του Νοέμβρη.  Αφενός, η γραμμή της αντιδικτατορικής ενότητας των ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού, αφετέρου η γραμμή του αντιφασιστικού/αντιιμπεριαλιστικού χαρακτήρα της πάλης, που παλεύτηκε από τις επαναστατικές δυνάμεις  (μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα - ΟΜΛΕ).

"Το Πολυτεχνείο και η κρίση της επαναστατικής Αριστεράς" - Εισήγηση 2η

*Η δεύτερη από τις τρεις εισηγήσεις που έγιναν από μέλη μας στο πλαίσιο της εκδήλωσης "Το Πολυτεχνείο και η κρίση της επαναστατικής Αριστεράς", που διοργανώθηκε από το Αρ.Δι.Ν. Θεσσαλονίκης στις 15/11.


"Η διετία 1972 – 1973 προσδιορίζεται από δύο παράγοντες που καθόρισαν ολόκληρη την μετέπειτα 20ετία και ειδικότερα τις εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο.
Ο πρώτος παράγοντας ήταν η μεταβολή του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Από τη μία πλευρά, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός οπισθοχωρεί διερχόμενος κρίση, από την άλλη οι Σοβιετικοί εκμεταλλευόμενοι ακριβώς αυτό προσπαθούν να βγουν μπροστά και να κερδίσουν την εμπλοκή τους στις περιοχές που αυτός υποχωρεί. Ταυτόχρονα οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές θέλουν να βγουν στο προσκήνιο, με στόχο την άμβλυνση του αμερικάνικου εναγκαλισμού. ΗΠΑ και ΕΣΣΔ έχουν αναδειχθεί σε δύο παγκόσμιες υπέρ-δυνάμεις και βασικά συνδιαχειρίζονται την πρωτοκαθεδρία τους, συναγωνιζόμενες ταυτόχρονα η μια την άλλη: η σχέση τους περιγράφεται εύγλωττα ως «συνδιαχειριστικός διπολισμός» ο οποίος αποσκοπεί αφ’ ενός στην απορρόφηση των κραδασμών που εξαπέλυσαν οι εξελίξεις της δεκαετίας του 1960 και αφ’ ετέρου στην αποτροπή της αμφισβήτησής της πρωτοκαθεδρίας τους από τις υπόλοιπες δυνάμεις.

  Ο δεύτερος παράγοντας που προσδιορίζει την εν λόγω δεκαετία ήταν τα εμφανέστατα σημάδια μιας επερχόμενης οικονομικής κρίσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Επρόκειτο για την κρίση πτώσης του ποσοστού κέρδους, που σημαίνει πρακτικά ότι η κερδοφορία του κεφαλαίου έβαινε απειλητικά μειούμενη. Απάντηση σε αυτήν την κρίση είναι πολυδιάστατη αναδιαρθρωτική κίνηση του καπιταλιστικού στρατοπέδου με στόχο την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου με την αύξηση της παραγωγικότητας και τη μείωση του κόστους εργασίας.

  Την ίδια περίοδο η Ελλάδα βρίσκεται υπό το δικτατορικό καθεστώς των συνταγματαρχών. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας, οι εργαζόμενοι της χώρας βλέπουν ότι η οικονομική τους κατάσταση γίνεται ολοένα και χειρότερη. Ταυτόχρονα, αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους και οι πρώτοι μαζικοί αγώνες, δείχνοντας ότι το αυταρχικό στρατιωτικό καθεστώς όχι μόνο δεν κατόρθωσε να συσπειρώσει γύρω του μερίδες του λαού, αλλά ότι ό,τι οικοδόμησε το καθεστώς μέχρι τώρα έτριζε συθέμελα.
 Εκτός από τη στάση του λαού, ο αμερικάνικος παράγοντας τον οποίο βασικά εξυπηρετεί το καθεστώς των συνταγματαρχών πιέζεται από δύο πλευρές. Από τη μια ο σοβιετικός στόλος βρίσκεται στη μεσόγειο και από την άλλη ο ευρωπαϊκός παράγοντας προσπαθεί να αξιοποιήσει τις οξυνόμενες αντιθέσεις ανάμεσα στις μερίδες της ελληνικής άρχουσας τάξης .
 Σε απάντηση οι ΗΠΑ, εκμεταλλευόμενες τη γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας επεξεργάζονται σχέδια για τη Μέση Ανατολή και το κυπριακό. Χρειάζονται όμως τη γεωστρατηγική αξία χρήσης της Ελλάδος και ως εκ τούτου επιχειρούν την εξομάλυνση των ελλαδικών αντιθέσεων, προσπαθώντας να μείνουν οι ρυθμιστές της κατάστασης.
 Έτσι, πέντε χρόνια μετά την επιβολή του καθεστώτος, η χούντα προχωρά σε ένα νέο σχέδιο για τη χώρα με βασικό άξονα τη φιλελευθεροποίηση: τη δημιουργία μιας ψευδαίσθησης πολιτικής ζωής και ομαλότητας. Παρά, λοιπόν, το γεγονός ότι οι πάγιες πρακτικές της, όπως ο χαφιεδισμός, η σκληρή καταστολή, τα βασανιστήρια, συνεχίζονται αμείωτα, η χούντα αρχίζει να «ανέχεται» ορισμένες κινήσεις (π.χ. αντιπολιτευτικές εκδηλώσεις, δυνατότητα έκδοσης ορισμένων πιο προοδευτικών βιβλίων), με σκοπό να δημιουργήσει στον κόσμο την αίσθηση του ανοίγματος στον πολιτικό κόσμο. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που κάνει είναι να δρομολογεί τις συνθήκες που εξυπηρετούν ακριβώς την ίδια τη σταθεροποίηση του καθεστώτος, που όπως προείπαμε τόσο χρειάζονται οι Αμερικάνοι.
Το καλοκαίρι του ’73, στις 3 Ιούνη, ο Παπαδόπουλος μεταβάλει το πολίτευμα της χώρας από μοναρχία σε προεδρική δημοκρατία, με πρόεδρο τον ίδιο, ενώ στις 12 Ιούνη προαναγγέλλει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την αποδοχή ή όχι των νέων διατάξεων του Συντάγματος. Μετά από μια παρωδία δημοψηφίσματος, το 77,2% ΝΑΙ επισφράγισε την αποδοχή του καθεστώτος και την εκλογή του Παπαδόπουλου ως πρόεδρο για τα επόμενα 8 χρόνια. Με εξαγγελίες για γενική αμνηστία, άρση των έκτακτων μέτρων και εκλογές, την 1η Οκτώβρη δίνει εντολή στο Μαρκεζίνη να σχηματίσει κυβέρνηση.

  Από την άλλη πλευρά, ο αστικός πολιτικός κόσμος επιθυμεί πολύ έντονα την επιστροφή του στο προσκήνιο. Βασικό επιχείρημα του είναι πώς το καθεστώς τον χρειάζεται για να περιοριστεί η πιθανότητα μελλοντικής αντίδρασης του λαού. Ταυτόχρονα, εγγυώνται ότι με τους ίδιους στην εξουσία, θα επιτευχθεί η εξυπηρέτηση των συμφερόντων και των ειδικών σκοπών στην περιοχή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού με το μικρότερο δυνατό κόστος.

  Έχει ενδιαφέρον ότι με τη στάση του μπλοκ των «ριγμένων» αστικών κομμάτων ευθυγραμμίζεται και εκείνη του ρεβιζιονισμού στην Ελλάδα. Το ΚΚΕ και το ΚΚΕεσ, παρά την όποια διαφοροποίησή τους ως προς τη φρασεολογία και τις εντάσεις που συνόδευσαν τη μεταξύ τους διάσπαση, προκρίνουν την πολιτική γραμμή της αντιδικτατορικής ενότητας. Δεν πιστεύουν στον μαζικό αγώνα που είναι απαλλαγμένος από τον ακολουθητισμό στις επιλογές της αστικής πολιτικής και των διεθνών κέντρων, ενώ διακηρυγμένος στόχος τους είναι μια οικουμενική κυβέρνηση, με μοναδικό σκοπό την πτώση της χούντας. Αυτό μεταφράζεται στην εξής στάση: οτιδήποτε δεν υπηρετεί το σκοπό της αντιδικτατορικής ενότητας φιλτράρεται και απορρίπτεται: κάθε αναφορά στον αντι-ιμπεριαλισμό και το ρόλο των ΗΠΑ ξορκίζεται ως στοιχείο διαλυτικό προς τον «κοινό σκοπό».

Από την άλλη υπάρχουν μια σειρά από οργανώσεις που έλαβαν μέρος στην αντιδικτατορική πάλη και τελικά στην ίδια την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Σημαντικό ρόλο ανάμεσα τους επιτέλεσε η ΟΜΛΕ. Η αντιρεβιζιονιστική πάλη που καθόρισε τη γέννησή της, προσδιόρισε και τη γραμμή της κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ήδη από το 1971-72, αναγνώρισε στις λαϊκές διεργασίες μια έντονη αντιχουντική και αντιαμερικανική διάθεση, που δημιουργούσε τους όρους σύγκρουσης με το καθεστώς. Με βάση την αντιδικτατορική και αντιιμπεριαλιστική της κατεύθυνση αποκτά σταδιακά δεσμούς με το λαό και τη νεολαία. Οι μαρξιστές λενινιστές οργανώνουν, αναπτύσσονται, παρεμβαίνουν, αποκτούν επιρροή. Οι θέσεις της ΟΜΛΕ υιοθετούνται σταδιακά όλο και πλατύτερα και συμβάλλουν καθοριστικά στο ξέσπασμα της εξέγερσης. Οι θέσεις τους αυτές ενώνονται με τα συναισθήματα του ελληνικού λαού γιατί εκφράζουν τους πόθους και τις ανάγκες του. Τάσσονται ολοφάνερα κατά του καθεστώτος της χούντας και των Αμερικανών. Παλεύουν με την επίφαση της αντιδικτατορικής ενότητας και ορίζουν τον αντίπαλο.

  Από το 1971, η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης σηματοδοτεί διεκδικήσεις των εργαζομένων για αυξήσεις μισθών και αρχίζουν να κηρύσσονται σποραδικά στάσεις εργασίας και απεργίες. Παράλληλα, οι φοιτητές προχωρούν πολύ συχνά σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις, με έντονο το αντιφασιστικό και αντιιμπεριαλιστικό στοιχείο, δείχνοντας συνεχώς την υποστήριξη τους στον πληττόμενο λαό και αναβαθμίζοντας τους μικρούς αγώνες σε κοινούς με όλα τα κομμάτια της κοινωνίας (δεν είμαι σίγουρος αν ισχύει αυτό).
  Αφορμή για την έναρξη των κινητοποιήσεων στο Πολυτεχνείο αποτέλεσαν οι φοιτητικές εκλογές, αλλά αμέσως τέθηκε το ζήτημα αν οι κινητοποιήσεις και η κατάληψη θα περιοριζόταν στο θέμα αυτό ή αν θα αναβαθμιζόταν σε πολιτικό επίπεδο. Καθοριστική για την έκβαση των γεγονότων υπήρξε η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυο βασικές πολιτικές γραμμές της αριστεράς. Η πρώτη γραμμή ήταν από αυτούς που υπονόμευαν το μαζικό αντιφασιστικό – αντιιμπεριαλιστικό κίνημα που βρισκόταν σε διαδικασίες ανάπτυξης, ενώ η δεύτερη ήταν η αντιφασιστική αντιιμπεριαλιστική γραμμή, ενάντια στην επιβολή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, η οποία, όπως έδειξε η πορεία των γεγονότων, ήταν και αυτή που ανταποκρίθηκε στο λαϊκό αίσθημα και εντέλει αυτή που επικράτησε.

  Συγκεκριμένα, η πρώτη γραμμή υποστηρίχθηκε από τις δύο πτέρυγες του ρεβιζιονισμού, την «ορθόδοξη» και την ανανεωτική-πολυκεντρική. Την «ορθόδοξη» ρεβιζιονιστική γραμμή εξέφρασε η ΚΝΕ και η Αντι-ΕΦΕΕ. Πρώτη τους ενέργεια ήταν να επιχειρήσουν να απομονώσουν τους φοιτητές του Πολυτεχνείου από τους υπόλοιπους φοιτητές που είχαν έρθει για να στηρίξουν τον αγώνα, ενέργεια όμως που απέτυχε. Στη συνέχεια, έβαλλαν σθεναρά εναντίον της ιδέας της κατάληψης, η οποία συζητιόταν έντονα ανάμεσα στους φοιτητές. Αφού απέτυχε και αυτή τους η προσπάθεια, επεδίωξαν να αποκλειστούν οι εργαζόμενοι και οι μαθητές από τις εκδηλώσεις του Πολυτεχνείου, με το επιχείρημα ότι αυτές έπρεπε να μείνουν μέσα σε φοιτητικά πλαίσια. Βλέποντας και αυτήν την προσπάθειά τους να πέφτει στο κενό, προέβαλαν το επιχείρημα ότι ο αγώνας είχε αντιδικτατορικό χαρακτήρα και πρότειναν την απεύθυνση προς κάθε κόμμα που τασσόταν κατά της χούντας, με σκοπό τη δημιουργία κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Κάθε πρότασή τους καταποντιζόταν καταψηφιζόμενη από την πλατιά μάζα των φοιτητών. Οι ίδιοι, ωστόσο, παραβλέποντας τις αντίθετες αποφάσεις των συνελεύσεων, άρχισαν να λειτουργούν χωρίς εξουσιοδότηση, σβήνοντας από τους τοίχους συνθήματα όπως «Έξω οι Αμερικάνοι» που είχαν εγκριθεί από τη συνέλευση, και κατηγορώντας τους πάντες για αντιδημοκρατική παραβίαση των αποφάσεων και τραμπουκισμό. 

  Συγκεκριμένα, όσον αφορά στην επιθυμία του χώρου του ΚΚΕ να γίνει ή όχι κατάληψη, στο παρακάτω ντοκουμέντο με τίτλο «Έκθεση και συμπεράσματα για τα γεγονότα του Νοέμβρη 1973» που εγκρίθηκε από το ΚΚΕ τον Ιούλιο του ’76, αναφέρονται τα εξής:
«Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ανοργάνωτα, συζητιέται πλατιά τι θα γίνει παραπέρα και από πολλούς –κυρίως οργανωμένους και περισσότερο ανοργάνωτους αριστεριστές- προβάλλεται η προοπτική της κατάληψης όχι στη βάση κάποιου σχεδίου αλλά αυτοσχεδιασμών… Οι αριστεριστές… είχαν ταχθεί υπέρ της κατάληψης, χωρίς όμως να προτείνουν τι προοπτική θα είχε αυτή η ενέργεια, σε τι θα αποσκοπούσε. Ήταν φανερό πως ούτε η πρότασή τους αυτή ξεκινούσε από κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο. Η Α-ΕΦΦΕΕ σαν παράταξη ταλαντεύεται και δεν παίρνει θέση ανοιχτά με κανέναν συνδικαλιστή της». Αναφέρεται ακόμα το εξής: « είναι μάλλον βέβαιο ότι αν η ΚΝΕ ήταν σωστά προετοιμασμένη και τα στελέχη της δούλευαν έγκαιρα, σωστά και επί τόπου μέσα στο φοιτητικό κίνημα μ’ αυτήν την κατεύθυνση, θα ήταν δυνατόν ή να μην επιλεγεί καθόλου η μορφή της κατάληψης, ή αν και προσωρινά πραγματοποιούνταν, να στρέφονταν γρήγορα προς άλλες κατευθύνσεις».

  Με βάση τα όλα τα παραπάνω, είναι σημαντικό να προχωρήσουμε σε ορισμένα συμπεράσματα.

-Η πολιτική γραμμή της αντιδικτατορικής ενότητας και οι ειδικότερες συνεπαγωγές της στον αγώνα του πολυτεχνείου, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ίδια την ιδιοσυστασία του ρεβιζιονισμού. Το θέσφατο της ειρηνικής συνύπαρξης του κομμουνιστικού κινήματος με τον ιμπεριαλισμό, οδήγησε στην παντελή απουσία αμφισβήτησής της κυριαρχίας του στα ελληνικά πράγματα. Έτσι τα ΚΚ περιορίζονταν σε έναν ρηχό αντιδικτατορικό λόγο, που αμφισβητούσε δηλαδή το περίβλημα της ελληνικής τάξης πραγμάτων και όχι την ουσία της. Ζητούσαν την εθνική πολιτική ενότητα όλων εκείνων των δυνάμεων που πρωταγωνίστησαν στο μετεμφυλιακό καθεστώς προκειμένου αυτές απλώς να αντικαταστήσουν τους δικτάτορες ως τοποτηρητές των αμερικάνικων ιμπεριαλιστικών συμφερόντων στην περιοχή.
Η φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος και η ομαλοποίηση της κατάστασης δημιουργούσε προσδοκίες μιας σταδιακής ένταξης μιας νόμιμης μορφής του ρεβιζιονισμού, όπως ήταν η προδικτατορική ΕΔΑ. Η επιβίωση της περιορισμένης και ως εκ τούτου ακίνδυνης επιρροής του την επόμενη μέρα, κατέστησε τη φιλελευθεροποίηση διαδικασία που δεν έπρεπε επ’ ουδενί να αμφισβητηθεί. Εξ’ ου και η πυροσβεστική και διαλυτική στάση του ρεβιζιονισμού στα γεγονότα του πολυτεχνείου.  Μη μπορώντας να πείσουν και να διαχειριστούν τελικά τις μάζες των φοιτητών, τις βάπτισαν άθροισμα από αριστεριστές, πράκτορες και προβοκάτορες.

-Η εξέγερση και τα γεγονότα του Πολυτεχνείου δεν ήταν νομοτέλεια. Ήταν προϊόν της έντονης ιδεολογικής αντιπαράθεσης μιας σειράς δυνάμεων και αγωνιστών, που μόνο κορυφώθηκε με την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η ήττα της ρεβιζιονιστικής γραμμής σηματοδότησε ότι όσο αντίξοες και αν είναι οι συνθήκες, όσο ανήμπορα και μικρά και αν φαίνονται τα πολιτικά υποκείμενα, οι πολιτικές γραμμές μετράνε. Η αντιιμπεριαλιστική γραμμή σε αντίθεση με τη ρεβιζιονιστική κέρδισε γιατί ανταποκρινόταν στις ανάγκες και τη συνείδηση του λαού και όχι στις ανάγκες του κόμματος και της διεθνούς του κεφαλής. Έτσι κατάφερε να αποδεσμεύσει –εν τέλει προσωρινά- τον κόσμο από την αστική και τη ρεβιζιονιστική επιρροή. Δεν ήταν άλλωστε, λίγα τα μέλη της βάσης του κκ που συντάχθηκαν με την εξέγερση και τον πολιτικό χαρακτήρα της παρά τη γραμμή του ρεβιζιονισμού.

-Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ακύρωσαν πρώτα απ’ όλα τα σχέδια της χούντας για φιλελευθεροποίηση. Οξύνοντας τις αντιφάσεις του, οδήγησαν το καθεστώς στη σκλήρυνση του, μέσα από την ανατροπή της κυβέρνησης Παπαδόπουλου-Μαρκεζίνη από τον Ιωαννίδη. Οι δε αστικές πολιτικές δυνάμεις και ο ρεβεζιονισμός αναγκάστηκαν να αποστασιοποιηθούν από τη δικτατορία.  
Ιδίως όμως η εξέγερση του Πολυτεχνείου κληροδότησε στη συνείδηση του κόσμου το ριζοσπαστισμό και τα αντιαμερικανισμό που θα καθορίσουν ολόκληρο το κάρδο της μεταπολίτευσης. Ήταν η ανάγκη χειρισμού αυτή της κατάστασης μεταφράστηκε με μια διαφορετική από το μεταπολεμικό καθεστώς δημοκρατία, όπως αυτή σηματοδοτήθηκε με το Σύνταγμα του 1975, την αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, την άρση της παρανομίας του ΚΚΕ και το ξήλωμα όλων των μετεμφυλιακών μέτρων εις βάρος της αριστεράς. Οι δε αμερικάνοι, ύστερα από τα γεγονότα της Κύπρου αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν με τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές στη λύση Καραμανλή".

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Η Μεταπολίτευση ως περίοδος ήττας και υποχώρησης των επαναστατικών ιδεών *


*Η τελευταία από τις τρεις εισηγήσεις που έγιναν από μέλη μας στο πλαίσιο της εκδήλωσης "Το Πολυτεχνείο και η κρίση της επαναστατικής Αριστεράς", που διοργανώθηκε από το Αρ.Δι.Ν. Θεσσαλονίκης στις 15/11.

"Το μαρξιστικό λενινιστικό κίνημα στην Ελλάδα από τη γέννηση του, έως την ουσιαστική του διάλυση στις αρχές του ’80, αποτέλεσε το κίνημα εκείνο που προσπάθησε να αντισταθεί στην ενσωμάτωση της αριστεράς στο σύστημα και στην αναθεώρηση των αρχών του κομμουνιστικού κινήματος. Η κρίση του συνέπεσε με τη διεθνή υποχώρηση αυτού του κινήματος. Το ότι δεν κατόρθωσε τελικά να αντιστρέψει αυτή τη διαδικασία ενσωμάτωσης και να ριζώσει στην εργατική τάξη, δε μειώνει την προσφορά του.
Ο βασικός λόγος για τον οποίο ένα ολόκληρο ρεύμα επαναστατών, που δοκίμασε τις θέσεις του σε μία μαζική εξέγερση της νεολαίας και του λαού, οδηγήθηκε στην διάλυση και την υποταγή στον Πασοκισμό και την διαχείριση, ήταν η ενσωμάτωση εκείνων των χαρακτηριστικών, στα οποία εξαρχής εναντιώθηκε και οδήγησαν στην ίδια την δημιουργία του. Επικαθόρισε η αντιπαράθεση με τον ρεβιζιονισμό κάθε σκέψη και δυνατότητα για την απάντηση στα νέα καθήκοντα. Η κριτική για την εξάρτηση από διεθνή κέντρα μετατράπηκε στην αδυναμία προσαρμογής μετά την μεταστροφή της Κίνας. Το πεδίο της πολιτικής μεταφέρθηκε από τις μάζες στα τηλεοπτικά πάνελ και στο φαρε πολίτικα. Η αναθεώρηση της σχέσης με τον αντίπαλο, ποιος είναι και πώς κάθε φορά διαμορφώνεται τακτική απέναντι του, η αναθεώρηση της δύναμης των μαζών και η αναθεώρηση του πού γίνεται η πολιτική πότισαν και τις σάρκες του ίδιου του Κινήματος.
Η διεθνής κατάσταση καταρχήν βαραίνει, κυοφορεί ιστορικές εξελίξεις που δεν παρακολουθούνται και μελετούνται με συνέπεια. Η ανάδειξη ενός διαχειριστικού αντι- Αμερικάνικου αισθήματος στο λαό συνδέεται με το πέρασμα της χώρας στην σφαίρα επιρροής της ΕΟΚ, το οποίο εκφράζεται στο ΠΑΣΟΚ. Εξ’ου και τα «Εξω το ΝΑΤΟ», που κάποιοι μετάφραζαν σαν πόρτα για συνεργασίες με το ΠΑΣΟΚ. Από την άλλη, η ενσωμάτωση και συνθημάτων του Κινήματος, που αφορούσαν την αποφασιστικοποίηση του Κράτους της Δεξιάς στο ΠΑΣΟΚ, ανεξαρτησία κτλ, παρόπλισε και εγκόλπωσε όλο το κίνημα της αλλαγής. Στα πλαίσια αυτά, η εξωκοινοβουλευτική και επαναστατική Αριστερά είδε τα συνθήματα της να εξαφανίζονται, δεν ήξερε πως να προσδιοριστεί σε ένα κόσμο που αλλάζει, και κατέφυγε στην υπεριδεολογική φρασεολογία, που δεν μπορούσε να στρατεύσει και να οικοδομήσει μαζικά κινήματα και πολιτικούς αγώνες.

Οι φάσεις της Μεταπολίτευσης

Καταρχήν ας μελετήσουμε τις εξελίξεις. Η μεταπολίτευση χωρίζεται σε χοντρικά τρείς φάσεις :
Η πρώτη φάση της μεταπολίτευσης ανοίγει με την πτώση της χούντας και κλείνει στα τέλη της δεκαετίας του 80. Καθορίζεται σε πρώτο επίπεδο από τις λαϊκές και εργατικές διεκδικήσεις, από τον αντιφασιστικό και αντιιμπεριαλιστικό ριζοσπαστισμό, από το φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό των κυβερνήσεων Καραμανλή, ενώ φέρνει με δύναμη το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Αναδεικνύει νέα και ανερχόμενα αστικά στρώματα, στην πορεία ενσωματώνει τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό, εδραιώνει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, μοιράζει την πίτα στους μικρομεσαίους. Το ΠΑΣΟΚ λεηλατεί την Αριστερά, διαστρέφοντας τα συνθήματά της. Κατοχυρώνεται ο δικομματισμός που θα κυριαρχήσει για τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Υπογράφονται οι βασικές στρατηγικές επιλογές της ελληνικής άρχουσας τάξης και των πολιτικών της κομμάτων που δεν είναι άλλες από την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και τα συνακόλουθα αποτελέσματα σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Συγκροτείται ένα υποτυπώδες κράτος πρόνοιας που όμως εξαρχής έχει τεράστιες καθυστερήσεις, ελλείψεις και αναπηρίες καθώς δεν συγκρίνεται ούτε στο ελάχιστο με τα ευρωπαϊκά συστήματα πρόνοιας που οικοδόμησε η δυτικοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Η διαφθορά και η διαπλοκή, το πελατειακό κράτος, η μίζα και η ρεμούλα είναι οι παράπλευρες συνέπειες της ανόδου του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία που εκσυγχρονίζει κατά πολύ τις παλαιοκομματικές και καθυστερημένες μεθόδους της Δεξιάς. Σε διεθνές επίπεδο, η καπιταλιστική κρίση του 1973 σηματοδοτεί το τέλος της χρυσής εποχής του καπιταλισμού, το λαχάνιασμα και την ήττα του κρατικού παρεμβατισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, την ορμητική εδραίωση του νεοφιλελευθερισμού. Με μια σημαντική χρονική και ποιοτική καθυστέρηση από τη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη, η Νότια Ευρώπη αποκτά σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, ενώ ήδη στη Μ. Βρετανία και στις ΗΠΑ ο νεοφιλελευθερισμός αποκτά την απόλυτη ηγεμονία.
Η δεύτερη φάση της μεταπολίτευσης κάνει δειλά την εμφάνιση της ως τάση στα μέσα της δεκαετίας του 1980, για να εδραιωθεί την περίοδο 1989 -90. Η μετάβαση από την πρώτη στη δεύτερη φάση της μεταπολιτευτικής περιόδου, καθορίζεται από το ισχυρό βάρος των διεθνών εξελίξεων. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου και η ενοποίηση του επί δεκαετίες διασπασμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού, υπέδειξε με εκκωφαντικό τρόπο τον νικητή καπιταλισμό και τον ηττημένο σοσιαλισμό του 20ου αιώνα. Πλέον ανακηρύσσεται το «τέλος της ιστορίας», το κράτος πρόνοιας θεωρείται αναχρονιστικό, η σοσιαλδημοκρατία μεταλλάσσεται ανοικτά, ολοκληρώνεται η αποκομμουνιστικοποίηση, και η ευρωπαϊκή ενοποίηση ανεβάζει απότομα στροφές. Η ενοποίηση της Γερμανίας δημιουργεί νέα τετελεσμένα και στην Ελλάδα κυριαρχεί το ορόσημο του 1992, και η πλήρωση των κριτηρίων του Μάαστριχτ. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποτυπώνει την ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων ιδεών και στη χώρα μας, ενώ οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ μετά το 1993, αναλαμβάνουν το έργο της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ. Η κυβέρνηση Σημίτη αποτελεί το καλύτερο δείγμα της μετάλλαξης της στρεβλής Πασοκικής εκδοχής της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Ο εκσυγχρονισμένος μεταπρατισμός, η στροφή στις υπηρεσίες, το εμπόριο και βασικά το χρηματοπιστωτικό τομέα, η παραγωγική αποσάθρωση, ολοκληρώνονται υπό τις ιαχές για την ένταξη στο στενό πυρήνα της ΕΕ. Η μεγάλη ιδέα του ελληνικού αστισμού εκφράζεται στο τρίπτυχο: ΟΝΕ, Ολυμπιακοί Αγώνες, βαλκανική εξόρμηση. Η κυβέρνηση Καραμανλή μετά την περίοδο Σημίτη διαχειρίζεται με καθυστερήσεις και προβλήματα τα απόνερα της προηγούμενης φάσης, επιδιώκοντας μεσω του εκτεταμένου δανεισμού να αναβάλει το επερχόμενο τέλος. Στη φάση αυτή ο δικομματισμός εμφανίζεται με δύο όμοια κόμματα, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ εκτελούν πανομοιότυπη πολιτική και μόνο αποδεκτό πλαίσιο είναι ο νεοφιλελευθερισμός.  
Από το 2010 μπαίνουμε στην τρίτη (και τελευταία) φάση της μεταπολίτευσης, όταν πλέον το ελληνικό κράτος ουσιαστικά χρεοκοπεί. Το έδαφος της χρεοκοπίας είναι η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση που αγγίζει τις μητροπόλεις του καπιταλισμού και ειδικά την Ευρωζώνη. Η πραγματική αιτία της ελληνικής χρεοκοπίας βρίσκεται στη συντεταγμένη και επί δεκαετίες παραγωγική και οικονομική διάλυση που έχει επιφέρει η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ .Η ισχυρή Ελλάδα στην Ευρώπη αποδεικνύεται ανέκδοτο, όταν είναι αδύνατον να ανταγωνιστεί την γερμανική οικονομία, με ολέθριες συνέπειες για τη χώρα και το λαό. Η καταστροφή είναι τέτοια που το πολιτικό σύστημα μετασχηματίζεται ολοκληρωτικά, κραταιά κόμματα της μεταπολίτευσης παλεύουν εναγώνια να επιβιώσουν (ΠΑΣΟΚ), η Αριστερά αναδεικνύεται σε ισχυρή πολιτική δύναμη, αποδεχόμενη όμως όλο και περισσότερο τις στρατηγτικές επιλογές της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού, όπως θα αποδειχτεί και με την μεταμόρφωση από τον ΣΥΡΙΖΑ όλου του λαϊκού ριζοσπαστικού ρεύματος. Το τέλος της λαϊκής συναίνεσης δημιουργεί συνθήκες ολοκληρωτικής πολιτικής ρευστότητας και κοινωνικής οπισθοδρόμησης. Η διάρρηξη των σχέσεων της πολιτικής εκπροσώπησης είναι τέτοια που φέρνει ένα καθαρό νεοναζιστικό κόμμα στην τρίτη θέση. Σε οικονομικό επίπεδο η Ελλάδα ζει μια φρίκη χωρίς τέλος, ενώ η περάτωση του μνημονιακού προγράμματος σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της οικοδόμησης μίας νέας Ελλάδας, αγνώριστης και εχθρικής στον κόσμο της εργασίας και την νέα γενιά.

Οι γενικές τάσεις της Μεταπολιτευτικής Διαδικασίας και η Αριστερά

Η γενική πορεία μέσα από αυτές τις τάσεις είναι η όλο βαθύτερη πρόσδεση στο άρμα του Ευρωπαϊσμού. Είναι μια αλλαγή που αρχικά περνάει σχετικά απαρατήρητη καθώς στην Αριστερά κυριαρχεί η μονοσήμαντη αντιπαράθεση στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Ακόμη χειρότερα, η πρόσδεση στον ευρωπαϊσμό αποκτά κίβδηλη προοδευτική και αριστερή ταυτότητα καθώς θεωρείται αξιοπρεπές πέρασμα ανάμεσα στη Σκύλλα των ΗΠΑ και στη Χάρυβδη της ΕΣΣΔ. Αυτή η τρομακτική καθυστέρηση έχει επιπτώσεις ακόμα και σήμερα, καθώς μεγάλο μέρος της Αριστεράς κληρονόμησε την ευρωπαϊκή ιδεοληψία, και σήμερα, τη στιγμή που ο βασικός αντίπαλος για μια φιλολαϊκή διέξοδο της χώρας είναι το ευρωενωσιακό πλαίσιο, αυτό θεωρείται ιερό και απαραβίαστο. Το πέρασμα από την αμερικάνικη στην ευρωπαϊκή επιρροή συντελείται με ομαλό και βαθμιαίο τρόπο σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης.
Το δεύτερο γενικό σήμειο μετάβασης αποτελεί ο αστικός εκσυγχρονισμός του κράτους και της πολιτικής. Νομιμοποιούνται τα κομμουνιστικά κόμματα, εκδίδονται οι πρώτοι συνδικαλιστικοί νόμοι, κατοχυρώνεται η απεργία ως συνταγματικό δικαίωμα, προχωρά η αποφασιστικοποίηση του Κράτους, της Αστυνομίας και του Στρατού. Στις συνθήκες αυτές, η επίσημη αριστερά βλέπει ευκαιρίες να μπεί στο πάνθεον των μεγάλων παιχτών. Ενσωματωμένη στο σύστημα, θα υποταχτεί στο δίπολο Δεξιά – Αντιδεξιά, θα αναφωνήσει «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ», θα βγάλει προγράμματα σοσιαλισμού της αγοράς δια στόματος Ν. Κοτζιά, Γραμματέα ΚΝΕ το 1985, ακολουθώντας τα κελεύσματα της Περεστρόϊκα . Άλλωστε, θα γεννηθεί και ο αριστερός ευρωπαϊσμός, βασική μορφή του σύγχρονου ρεφορμισμού,  με την συγκρότηση του Συνασπισμού από τις δύο καθεστωτικές αριστερές δυνάμεις (ΚΚΕ – ΕΑΡ/ΚΚΕ ες. Κυρκος κτλ), με προτάσεις σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα, προτάσεις ανανέωσης της ΕΟΚ κ.ο.κ. Η «Νέα Σκέψη», που θα κορυφωθεί με την συμμετοχή στην Οικουμενική Κυβέρνηση, με τα 3 υπουργεία, θα συμπέσει σχεδόν με την ηχηρή κατάρρευση της Σοβ. Ένωσης την περίοδο 1989-1991.
Η κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» και οι φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό του ΚΚΕ το αναγκάζουν σε αναδίπλωση, αποχώρηση από τον ΣΥΝ(ΑΣΠΙΣΜΟ), φραστική σκλήρυνση και «επιστροφή στις ρίζες», με βασικό μέλημα τη συγκράτηση δυνάμεων και τη διατήρηση του μηχανισμού. Από την άλλη, στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς επικρατούν αντιοργανωτικές αντιλήψεις, «κοσμοπολιτισμός», ενασχόληση με τα δικαιώματα ή τους φοιτητικούς χώρους –σεχταρισμός και αδυναμία μαζικής απεύθυνσης από όσους αναφέρονται στον κομμουνισμό. Ο χώρος του Ευρωπαϊσμού, μπλεγμένος στην εμμονική στήριξη της ΕΕ, θα οδηγηθεί στην ιδεολογική και ηθική κατάρρευση του στην Ελλάδα με την προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ και την τραγική κατάρριψη ιδεολογημάτων για τον κοινοβουλευτικό δρόμο, την Ευρωπαϊκή οικογένεια, την ανυπαρξία ανάγκης οργανωμένου λαού και πολιτικού υποκειμένου…
Τόσο στο ΚΚΕ, όσο και στην πλειοψηφία της κομμουνιστικογενής αριστεράς, βασικές θέσεις της λενινιστικής παράδοσης, εγκαταλείπονται. Κόμμα, μέτωπο, κίνημα συγχωνεύονται στο κόμμα. Τακτική και στρατηγική επίσης. Η ουσία του ιμπεριαλισμού, της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, της ανισόμετρης ανάπτυξης εγκαταλείπεται. Η πολιτική λογική της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης, της ανάλογης πολιτικής συμμαχιών, των μεταβατικών αιτημάτων για την επίλυση των προβλημάτων του λαού, αντικαθίσταται από μια γενική έκκληση για (εκλογική) ενίσχυση της κάθε οργάνωσης ή κόμματος, από μια αντίστοιχη έκκληση για το σοσιαλισμό και την επανάσταση, από έναν γενικό ιδεολογικό «αγώνα» μέχρι να «ωριμάσουν οι συνθήκες».


Η ήττα των επαναστατικών ιδεών και η διαμόρφωση του Μεταπολιτευτικού ιδεολογικού συσχετισμού στην Κοινωνία

Αυτή η εγκατάλειψη συμπέφτει με την διαμόρφωση ενός νέου ιδεολογικού συσχετισμού στην κοινωνία, την αριστερά, τις μάζες. Αυτό που ονομάζεται ως ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, στην ουσία αποτέλεσε την ήττα και εξαφάνιση των επαναστατικών ιδεών στην Ελλάδα. Η αδυναμία οποιασδήποτε επαναστατικής δύναμης να παρέμβει στις εξελίξεις με σύγχρονη οπτική παρέδωσε τις λαϊκές συνειδήσεις ως βορά στον ΠΑΣΟΚισμό.
Τα αποτελέσματα σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης σήμερα εμφανίζονται ολέθρια. Συντελείται ένας ραγδαίος κοινωνικός μεταμορφισμός, που οδηγεί στην διαφορετική πλέον έκφραση των συμφερόντων της κοινωνίας στην πολιτική σκηνή. Η αποφασιστικοποίηση του Κράτους σήμαινε Πασοκοποίηση και πελατειακές σχέσεις. Η αλλαγή, η ρεβάνς απέναντι στην δεξιά ποτίζει το δηλητήριο του «μικρότερου κακού» και τις εκλογικής λύσης τις μάζες. Παράλληλα, οικοδομούνται οι κομματικοί στρατοί, μέσα από πακτωλούς επιδομάτων, μίζες, ρεμούλα, τα στραβά μάτια στην φοροδιαφυγή κ.ο.κ. Το συνδικαλιστικό κίνημα μετατρέπεται σε μηχανισμό διεκδίκησης συμφερόντων μίας εργατικής και συνδικαλιστικής αριστοκρατίας, πίσω από την οποία χτίζονταν πολιτικές καριέρες και κομματικοί μηχανισμοί. Στην ουσία του διπόλου, ανάμεσα στο σκληρό νεοφιλελευθερισμό και τον εκσυγχρονισμό με κάποια υπολείμματα κοινωνικού κράτους, το κοινό θέσφατο είναι η πρόσδεση στην ΕΕ, στα ξένα Κεφάλαια και συμφέροντα, η αποβιομηχάνιση της κοινωνίας και η εκτόξευση της ανεργίας, αργότερα η ένταξη στο κοινό νόμισμα, με ό,τι σήμαινε αυτό. Από την άλλη, υπάρχει πλήρης απουσία των ταξικών συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας, παρά εγκλωβισμός στο αμείλικτο δίπολο. Αυτή τη μεταμόρφωση των κοινωνικών εκπροσωπήσεων δεν θα μπορέσει να σπάσει η Αριστερά, αλλά το ίδιο το τέλος της Μεταπολίτευσης και η είσοδος στην Μνημονιακή εποχή.
Το τέλος της Μεταπολίτευσης αποτέλεσε την επιβεβαίωση της μεταστροφής στις λαϊκές συνειδήσεις και στην ίδια την Αριστερά. Οι μεγαλειώδεις αγώνες των Πλατειών, των 48ωρων απεργιών, των παρελάσεων, των φοιτητικών κινητοποιήσεων, θα φρενάρουν από την λογική της ανάθεσης, της ψήφου στο ΣΥΡΙΖΑ, του έντιμου συμβιβασμού χωρίς ρήξεις κ.ο.κ. Τα χαρακτηριστικά του Μεταπολιτευτικού συσχετισμού, η λογική για τον αν μπορούμε να συνδιαλλαγούμε με την ΕΕ και τον ιμπεριαλισμό, για το αν το κράτος μπορεί να είναι πεδίο αγώνων και αλλαγών προς όφελος του λαού, για το αν οι λαϊκοί αγώνες ή η ψήφος δίνει διέξοδο στα ταξικά προβλήματα, επιβιώνουν με νέες μορφές στη διαχείριση του δημοψηφίσματος και έπειτα της μνημονιακής πολιτικής από τον ΣΥΡΙΖΑ, και οδηγούν για ακόμα μία φορά σε τραγικές επιβεβαιώσεις ενός πολιτικού κενού στο στρατόπεδο των επαναστατικών ιδεών. Τα επιτελεία της Αριστεράς βασικά λιμνάζουν στις λεπτομέρειες των κομματικών ιδιοκτησιών, αγνοώντας τα πολιτικά κενά της μεγάλης εικόνας. Το τέλος της μεταπολίτευσης για το οποίο πανηγυρίζουν οι αστοί και η νέα μεταπολίτευση την οποία επαγγέλλονται, έρχεται να σφραγίσει ένα νέο, χειρότερο συσχετισμό δύναμης και τις ίδιες σχέσεις εκμετάλλευσης, υποταγής και κυριαρχίας, που σήμερα όμως παίρνουν τις πιο βάρβαρες μορφές.

Οι τραγικές επιβεβαιώσεις, το διαρκές κενό, η ανοιχτή Υπόθεση

Τα διδάγματα της πορείας ενός ολόκληρου ρεύματος, οι αδυναμίες του να προσαρμοστεί σε νέες συνθήκες, οι τραγικές επιβεβαιώσεις της γραμμής του 60’ για την επικείμενη κατάρρευση του κομμουνιστικού στρατοπέδου, αλλά και για τον χαρακτήρα του ελληνικού σχηματισμού και της ελληνικής αριστεράς, παραμένουν επίκαιρα. Η ανάγκη αμφισβήτησης της παντοδυναμίας του αντιπάλου και όχι άνευ όρων υποταγής στον ιμπεριαλισμό , της πίστης στους αγώνες του λαού απέναντι στην εκλογική ανάθεση, της ανάγκης παρέμβασης και πολιτικοποίησης των προβλημάτων για την οικοδόμηση μαζικών ανατρεπτικών κινημάτων, σε αντίθεση με την κομματική αναπαραγωγή με υπερεπαναστατικές φωνασκίες, που στην πράξη σημαίνουν κινηματική εθιμοτυπία, πρέπει και σήμερα να τεθούν από τις σύγχρονες επαναστατικές δυνάμεις.
Σήμερα, η απουσία κομμουνιστικού κινήματος οδηγεί ολοταχώς σε μεσαιωνική βαρβαρότητα σε όλα τα επίπεδα. Το σύστημα παίρνει πίσω ό,τι έχασε τον 20ό αιώνα σε επίπεδο εργασιακών σχέσεων, υλικών όρων διαβίωσης, εργατικών δικαιωμάτων, πολιτικών, συνδικαλιστικών και δημοκρατικών ελευθεριών. Η συγκρότηση κομμουνιστικού κινήματος είναι αδήριτη ανάγκη, ζωτικής σημασίας για τους λαούς όλου του κόσμου. Δύσκολο και επίπονο καθήκον όπου πρέπει να στρέφεται κάθε οργανωμένη δράση. Το τέλος της μεταπολίτευσης οφείλει να αποτελέσει πεδίο ισχυρών και επίπονων προσπαθειών:
Για την επανανοηματοδότηση των προγραμμάτων, των αξιών και των τραυματισμένων εννοιών.
Για την ανασύνταξη των επαναστατικών ιδεών απελευθέρωσης της ανθρωπότητας από τα δεσμά της καταστροφής και του κέρδους.
Για την ανασυγκρότηση και επανίδρυση της Αριστεράς που θέλει να αλλάξει τα πράγματα, που θέλει να συγκρουστεί με τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό, που θέλει να χτίσει μια Ελλάδα για το λαό της."